δεσποινικῶς

δεσποινικῶς
δεσποινικός
belonging to the Imperial household
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δεσποινικός — δεσποινικός, ή, όν (Μ) [δέσποινα] 1. αυτός που ανήκει στη δέσποινα II. επιρρ. δεσποινικῶς με τρόπο που αρμόζει σε δέσποινα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”